- κλαδώνω
- αμετ.1) ветвиться; давать новые ветви, побеги; 2) с.-х. заползать на коконники (о шелковичных червях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαδώνω — [κλαδί] 1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά 2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι 3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν… … Dictionary of Greek
κλαδώνω — κλάδωσα, κλαδώθηκα, κλαδωμένος 1. βγάζω κλάδους, αποχτώ κλάδους. 2. ανεβαίνω στο κλαδί της μουριάς για να πλέξω το κουκούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακλάδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά (αποδίδεται σε δέντρα) 2. ο άτεκνος (αποδίδεται σε ανθρώπους) 3. (ο μεταξοσκώληκας) που δεν έχει ανέβει ακόμη στα κλαδάκια για κουκούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδωτός < κλαδώνω] … Dictionary of Greek
ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] … Dictionary of Greek
κλάδωμα — το [κλαδώνω] 1. το να βγάζει ένα φυτό κλαδιά, η απόκτηση κλάδων 2. η τοποθέτηση μικρών κλαδιών, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων κατά το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής τους, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν τα βομβύκια … Dictionary of Greek
κλάδωση — η [κλαδώνω] διακλάδωση … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
κλαδωτός — ή, ό [κλαδώνω] 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα κλαδιά 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει υφασμένα ή τυπωμένα σχέδια κλαδιών … Dictionary of Greek